Περιστασιακά, ένα δόντι μπορεί να μην επουλωθεί μετά την αρχική θεραπεία για ποικίλους λόγους. Αυτοί μπορεί να είναι η σύνθετη εσωτερική ανατομία του δοντιού (πχ επιπλέον εσωτερικοί σωλήνες που δεν βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της αρχικής θεραπείας), η καθυστερημένη τοποθέτηση της τελικής αποκατάστασης (σφράγισμα ή θήκη), η ανεπαρκής αποκατάσταση του δοντιού και ο ανεπαρκής καθαρισμός του πολφού μέχρι το άκρο της ρίζας. Μερικές φορές νέα προβλήματα μπορούν να διακινδυνεύσουν ένα ήδη θεραπευμένο δόντι όπως μία νέα τερηδόνα, ένα σπασμένο σφράγισμα ή ένα κάταγμα του δοντιού. Σε αυτές τις περιπτώσεις και εφόσον η πρόγνωση του δοντιού είναι καλή, η επανάληψη της προηγούμενης ενδοδοντικής θεραπείας μπορεί να σώσει το δόντι.
Κατά τη διάρκεια της ενδοδοντικής επανάληψης, ο ενδοδοντολόγος θα εξασφαλίσει πρόσβαση στο εσωτερικό εμφρακτικό υλικό. Μετά την αφαίρεση του υλικού, ο ειδικός θα καθαρίσει εσωτερικά το δόντι και με τη βοήθεια του μικροσκοπίου θα εξετάσει προσεκτικά αν υπάρχουν επιπλέον σωλήνες, ρωγμές ή ανατομικές ιδιαιτερότητες.
Μετά το καθαρισμό και την απολύμανση του εσωτερικού του δοντιού, ο ενδοδοντολόγος θα το εμφράξει και θα τοποθετήσει μία προσωρινή έμφραξη. Όπως και με την αρχική ενδοδοντική θεραπεία, θα πρέπει να επιστρέψετε στον οδοντίατρο σας το συντομότερο προκειμένου να τοποθετήσει την τελική αποκατάσταση για τη προστασία του δοντιού.
Στη περίπτωση που η επανάληψη της ενδοδοντικής θεραπείας δεν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα του ασθενούς, η μικροχειρουργική ενδοδοντία αποτελεί το επόμενο βήμα για τη διάσωση του δοντιού.